Τα βάσανά μου,
πληγώνουν την καρδιά μου
και μου μαραίνουν τη ζωή,
δεν μου ‘μεινε πνοή.
Σαν συλλογούμαι,
τα βράδια δεν κοιμούμαι,
γιατί με ζώσανε οι καημοί,
καθ’ ώρα και στιγμή.
Τι έχω φταίξει
και ποιος να με προσέξει,
στο κάτω κάτω της γραφής,
μανούλα μου θα δεις.
Ότι δε φταίω
και μέρα νύχτα κλαίω,
στα σίδερα της φυλακής
και θα με λυπηθείς.
Πέρασαν χρόνια,
άσπρα μαλλιά σαν χιόνια,
με γέρασε η φυλακή,
μανούλα μου γιατί;
Μες στο κελί μου,
θα λιώσει το κορμί μου,
ώσπου να βρω τη λευτεριά,
μανούλα μου γλυκιά.
|
Ta vásaná mu,
pligónun tin kardiá mu
ke mu marenun ti zoí,
den mu ‘mine pnoí.
San sillogume,
ta vrádia den kimume,
giatí me zósane i kaimi,
kath’ óra ke stigmí.
Ti écho fteksi
ke pios na me proséksi,
sto káto káto tis grafís,
manula mu tha dis.
Όti de fteo
ke méra níchta kleo,
sta sídera tis filakís
ke tha me lipithis.
Pérasan chrónia,
áspra malliá san chiónia,
me gérase i filakí,
manula mu giatí;
Mes sto kelí mu,
tha liósi to kormí mu,
óspu na vro ti lefteriá,
manula mu glikiá.
|