Τα παιδιά του Μονλεόν
νύχτα σπείραν τα χωράφια
αϊ αϊ
νύχτα σπείραν τα χωράφια.
Το πρωί καλοντυμένα
ξεκινάν για την αρένα
αϊ αϊ
ξεκινάν για την αρένα.
Μόνο το παιδί της χήρας
ήταν γιος μιας άλλης μοίρας
αϊ αϊ
ήταν γιος μιας άλλης μοίρας.
Κι έψαχνε προτού χαράξει
ρούχα για να βρει ν’ αλλάξει
αϊ αϊ
ρούχα για να βρει ν’ αλλάξει.
Όταν θα σμίξεις με το χάρο
πες να σε φέρουν σ’ ένα κάρο
με κρεμασμένο το σομπρέρο
στης άδειας σου καρδιάς το μέρος.
Έτσι είπε η χήρα και τ’ αγόρια
μαζί τραβούνε και όχι χώρια
για να ανταμώσουνε τον ταύρο
τον κολασμένο και τον μαύρο.
Μεσοδρομίς σ’ ένα λιθάρι
βλέπουν ορθό τον γελαδάρη.
Παιδιά τους λέει φυλαχτείτε
με τέτοιον ταύρο μη μπλεχτείτε
εγώ τον έχω μεγαλώσει
είναι κακός, θα σας σκοτώσει.
|
Ta pediá tu Monleón
níchta spiran ta choráfia
ai ai
níchta spiran ta choráfia.
To pri kalontiména
ksekinán gia tin aréna
ai ai
ksekinán gia tin aréna.
Móno to pedí tis chíras
ítan gios mias állis miras
ai ai
ítan gios mias állis miras.
Ki épsachne protu charáksi
rucha gia na vri n’ alláksi
ai ai
rucha gia na vri n’ alláksi.
Όtan tha smíksis me to cháro
pes na se férun s’ éna káro
me kremasméno to sobréro
stis ádias su kardiás to méros.
Έtsi ipe i chíra ke t’ agória
mazí travune ke óchi chória
gia na antamósune ton tavro
ton kolasméno ke ton mavro.
Mesodromís s’ éna lithári
vlépun orthó ton geladári.
Pediá tus léi filachtite
me tétion tavro mi blechtite
egó ton écho megalósi
ine kakós, tha sas skotósi.
|