Μάτια που ψάχνουν για να βρουν
στο άπειρο μια λάμψη
δεν ξέρουν πλέον τι να πουν
για τ’ ουρανού την τάξη
Σαν σπίθες που γεννήθηκαν
στου Ήφαιστου τ’ αμόνι
ειν’ οι ψυχές που χάθηκαν
κι όλης της γης οι μόνοι
Είναι κι η σκέψη φυλακή
μες στης σιωπής τον ήχο
κι η μοναξιά είναι βάλσαμο
στου ποιητή το στίχο
Όταν τα χνάρια χάθηκαν
στου χρόνου το άγριο δάκρυ
του πόνου ακούστηκε η κραυγή
μέχρι στης γης την άκρη
Σαν σπίθες που γεννήθηκαν
στου Ήφαιστου τ’ αμόνι
είν’ οι ψυχές που χάθηκαν
κι όλης της γης οι μόνοι
Είναι κι η σκέψη φυλακή
μες στης σιωπής τον ήχο
κι η μοναξιά είναι βάλσαμο
στου ποιητή το στίχο
|
Mátia pu psáchnun gia na vrun
sto ápiro mia lámpsi
den ksérun pléon ti na pun
gia t’ uranu tin táksi
San spíthes pu genníthikan
stu Ήfestu t’ amóni
in’ i psichés pu cháthikan
ki ólis tis gis i móni
Ine ki i sképsi filakí
mes stis siopís ton ícho
ki i monaksiá ine válsamo
stu piití to stícho
Όtan ta chnária cháthikan
stu chrónu to ágrio dákri
tu pónu akustike i kravgí
méchri stis gis tin ákri
San spíthes pu genníthikan
stu Ήfestu t’ amóni
in’ i psichés pu cháthikan
ki ólis tis gis i móni
Ine ki i sképsi filakí
mes stis siopís ton ícho
ki i monaksiá ine válsamo
stu piití to stícho
|