Αυτή η καρδιά που πλήγωσες,
στάζει ακόμα αίμα
κι έβαψα το μαντήλι μου
και το ‘στειλα σε σένα.
Για την καρδιά που έσφαξες,
δε θέλω εγώ να κλάψεις,
κράτησε το μαντήλι μου,
τα χείλη σου να βάφεις.
Για σένα πέτρινη καρδιά,
αυτό το μαύρο δείλι,
έβαψα με το αίμα μου
το άσπρο μου μαντήλι.
Για την καρδιά που έσφαξες,
δε θέλω εγώ να κλάψεις,
κράτησε το μαντήλι μου,
τα χείλη σου να βάφεις.
Όσο κι να ‘σαι άσπλαχνη,
μια στάλα θα δακρύσεις,
το κόκκινο μαντήλι μου
όταν θα τ’ αντικρίσεις.
Για την καρδιά που έσφαξες,
δε θέλω εγώ να κλάψεις,
κράτησε το μαντήλι μου,
τα χείλη σου να βάφεις.
|
Aftí i kardiá pu plígoses,
stázi akóma ema
ki évapsa to mantíli mu
ke to ‘stila se séna.
Gia tin kardiá pu ésfakses,
de thélo egó na klápsis,
krátise to mantíli mu,
ta chili su na váfis.
Gia séna pétrini kardiá,
aftó to mavro dili,
évapsa me to ema mu
to áspro mu mantíli.
Gia tin kardiá pu ésfakses,
de thélo egó na klápsis,
krátise to mantíli mu,
ta chili su na váfis.
Όso ki na ‘se ásplachni,
mia stála tha dakrísis,
to kókkino mantíli mu
ótan tha t’ antikrísis.
Gia tin kardiá pu ésfakses,
de thélo egó na klápsis,
krátise to mantíli mu,
ta chili su na váfis.
|