Ειειεεεεεεεε
Είμαι ένα μπατηράκι και ψάχνω για να βρω
κάποιον να με μαζέψει απ’ το σκουπιδαριό.
Τριγύρω μου άναψαν λαμπιόνια στο Χριστό,
είμ’ ένα μπατηράκι ανεπιθύμητο.
Ειειειεεεεεεεεεε
Το βράδυ όταν πέφτει ανεβάζω στροφές,
παρέα μου δίπλα ο σκουπιδοτενεκές.
Κάτω από τις σκιές σας σαν μικρό ερπετό
είμαι το μπατηράκι το ανεπιθύμητο.
Βγαίνω πρωί στο δρόμο και με κοιτούν με τρόμο.
Αυτό το μπατηράκι είν’ ένα αλητάκι ανεπιθύμητο,
αυτό το μπατηράκι είν’ ένα αλητάκι ανεπιθύμητο.
Ειειειεεεεεεεεε
Είμαι της κοινωνίας μια φάλτσα πινελιά,
του κότσυφα του μαύρου μοιάζω με κουτσουλιά.
Της μάνας μου της ίδιας είμαι παιδί θετό,
είμ’ ένα μπατηράκι ανεπιθύμητο.
Ειειειειεεεεεεεεε
|
Iieeeeeeee
Ime éna batiráki ke psáchno gia na vro
kápion na me mazépsi ap’ to skupidarió.
Trigiro mu ánapsan labiónia sto Christó,
im’ éna batiráki anepithímito.
Iiieeeeeeeeee
To vrádi ótan péfti anevázo strofés,
paréa mu dípla o skupidotenekés.
Káto apó tis skiés sas san mikró erpetó
ime to batiráki to anepithímito.
Ogeno pri sto drómo ke me kitun me trómo.
Aftó to batiráki in’ éna alitáki anepithímito,
aftó to batiráki in’ éna alitáki anepithímito.
Iiieeeeeeeee
Ime tis kinonías mia fáltsa pineliá,
tu kótsifa tu mavru miázo me kutsuliá.
Tis mánas mu tis ídias ime pedí thetó,
im’ éna batiráki anepithímito.
Iiiieeeeeeeee
|