Η Ελένη σώπαινε χαρούμενη
μες στη νυχτιά γρικώντας
το παραμύθι της να κλώθεται
στης φαντασιάς τ’ άδραχτι
κι άλαργα ο νους σε τόπους μακρινούς
ήταν συνεπαρμένος
Ήμουν εγώ που εγέλουν κι έκλαιγα
στ’ ακρογιαλιά της Κρής
γιατί ήταν ο άδειος ίσκιος μου
στου ανδρός μου το κλινάρι
γυρεύω μ’ άρπαγες πανώριους νιους
και παλικαροσύνες
Λάμπαν τα φρύδια της καμαρωτά
σα δυο μερών φεγγάρι
τον άνδρα της θυμήθη αχνά
και τον πανώριο Πάρι
κι όλα τα παλληκάρια που σκοτώθηκαν
για χάρη της στα ξένα
Η ανάσα της Ελένης μύρισε
σα θάλασσα δροσάτη
θεά δεν είμαι εγώ κι οχτρεύομαι
τους ουρανούς τους άδειους
δε με χωράει το σπίτι ετούτο πια
και πλάτυν’ η ψυχή μου
|
I Eléni sópene charumeni
mes sti nichtiá grikóntas
to paramíthi tis na klóthete
stis fantasiás t’ ádrachti
ki álarga o nus se tópus makrinus
ítan sineparménos
Ήmun egó pu egélun ki éklega
st’ akrogialiá tis Krís
giatí ítan o ádios ískios mu
stu andrós mu to klinári
girevo m’ árpages panórius nius
ke palikarosínes
Lában ta frídia tis kamarotá
sa dio merón fengári
ton ándra tis thimíthi achná
ke ton panório Pári
ki óla ta pallikária pu skotóthikan
gia chári tis sta kséna
I anása tis Elénis mírise
sa thálassa drosáti
theá den ime egó ki ochtrevome
tus uranus tus ádius
de me chorái to spíti etuto pia
ke plátin’ i psichí mu
|