Στο κύμα που πάει τους έχασαν, πότε ήρθαν ξέχασαν.
Κοιτάν τη ζωή, βρήκαν γη πριν πάνε στην Αμερική,
στη μέση ακριβώς, μια πελώρια, μια πόλη νησί.
Τώρα πια δεν είν’ ούτε ‘δώ ούτε ‘κεί στη μέση ακριβώς, η Αστόρια.
Στις γιορτές μοιράζουν τις ευχές
στην υγειά σας, στην υγειά σας
γράφουν γράμματα σαν προσευχές
και ρωτάν για τα δικά σας.
Ποιος πήγε; Πού; Ποιος ξέρει πώς περνάει;
Ο κόσμος περνάει τον έχασαν, που πηγαίνει ξέχασαν
Κοιτάν τη ζωή. Σιωπή στα δυο σπασμένη,
με ξένη φωνή στη μέση ακριβώς, σαν επώνυμο
που ‘χει χαθεί το μισό του μόνο είν’ ακόμα εκεί
μονάχο, μικρό και ανώνυμο.
Στις γιορτές μοιράζουν τις ευχές
στην υγειά σας, στην υγειά σας
γράφουν γράμματα σαν προσευχές
και ρωτάν για τα δικά σας.
Ποιος πήγε; Πού; Ποιος ξέρει πώς περνάει;
|
Sto kíma pu pái tus échasan, póte írthan kséchasan.
Kitán ti zoí, vríkan gi prin páne stin Amerikí,
sti mési akrivós, mia pelória, mia póli nisí.
Tóra pia den in’ ute ‘dó ute ‘ki sti mési akrivós, i Astória.
Stis giortés mirázun tis efchés
stin igiá sas, stin igiá sas
gráfun grámmata san prosefchés
ke rotán gia ta diká sas.
Pios píge; Pu; Pios kséri pós pernái;
O kósmos pernái ton échasan, pu pigeni kséchasan
Kitán ti zoí. Siopí sta dio spasméni,
me kséni foní sti mési akrivós, san epónimo
pu ‘chi chathi to misó tu móno in’ akóma eki
monácho, mikró ke anónimo.
Stis giortés mirázun tis efchés
stin igiá sas, stin igiá sas
gráfun grámmata san prosefchés
ke rotán gia ta diká sas.
Pios píge; Pu; Pios kséri pós pernái;
|