Μαριγώ, τις πόρτες κλείσ’ τες,
εμφανίστηκαν τουρίστες
ιδρωμένοι, λερωμένοι
και προ πάντων, πεινασμένοι.
Κοίτα από τη χαραμάδα
πώς χοροπηδάνε στη λιακάδα,
κάνουνε και φασαρία,
σαμποτάρουν τα κουρεία,
κάνουνε και φασαρία,
σαμποτάρουν τα κουρεία.
Στις ταβέρνες, το ‘χει η μοίρα,
ρεύονται σαν πιούνε μπύρα,
παντελόνια από λινάτσες,
να κοιμούνται σε ταράτσες.
Πάλι, τ’ άλλο καλοκαίρι,
θα ‘ρθουνε από το χέρι,
έκλεισε το καφενείο,
τους τσιμπάν στο τελωνείο,
έκλεισε το καφενείο,
τους τσιμπάν στο τελωνείο.
|
Marigó, tis pórtes klis’ tes,
emfanístikan turístes
idroméni, leroméni
ke pro pánton, pinasméni.
Kita apó ti charamáda
pós choropidáne sti liakáda,
kánune ke fasaría,
sabotárun ta kuria,
kánune ke fasaría,
sabotárun ta kuria.
Stis tavérnes, to ‘chi i mira,
revonte san piune bíra,
pantelónia apó linátses,
na kimunte se tarátses.
Páli, t’ állo kalokeri,
tha ‘rthune apó to chéri,
éklise to kafenio,
tus tsibán sto telonio,
éklise to kafenio,
tus tsibán sto telonio.
|