Κάτι φίλοι παλιοί με φωνάζαν Τζερόνιμο
πριν τους φάει η σιωπή, το σκοτάδι το ανώνυμο.
Ίσως φταίει να δεις το κόκκινο δέρμα μου
και μια τρέλα παλιά, που κυλάει στο αίμα μου.
Μουσικές κουβαλώ κι αλητεύω
στα ξερά λιβάδια της Αχαρνών.
Στο θεό της βροχούλας πιστεύω,
ο τελευταίος είμαι των Μοϊκανών.
Κι έτσι κρύβω καλά στο μπουφάν το τσεκούρι μου
και νερό της φωτιάς έχω μες στο παγούρι μου.
Όλα γύρω στεγνά, σιωπηλά και απρόσωπα,
δεν αντέχω άλλο πια τα χλωμά σας τα πρόσωπα.
Μουσικές κουβαλώ κι αλητεύω
στα ξερά λιβάδια της Αχαρνών.
Στο θεό της βροχούλας πιστεύω,
ο τελευταίος είμαι των Μοϊκανών.
Μόνη παρηγοριά η μικρή ινδιάνα μου
κι όταν πέφτει το φως, ένα μπλουζ στην κιθάρα μου.
|
Káti fíli palii me fonázan Tzerónimo
prin tus fái i siopí, to skotádi to anónimo.
Ίsos ftei na dis to kókkino dérma mu
ke mia tréla paliá, pu kilái sto ema mu.
Musikés kuvaló ki alitevo
sta kserá livádia tis Acharnón.
Sto theó tis vrochulas pistevo,
o telefteos ime ton Moikanón.
Ki étsi krívo kalá sto bufán to tsekuri mu
ke neró tis fotiás écho mes sto paguri mu.
Όla giro stegná, siopilá ke aprósopa,
den antécho állo pia ta chlomá sas ta prósopa.
Musikés kuvaló ki alitevo
sta kserá livádia tis Acharnón.
Sto theó tis vrochulas pistevo,
o telefteos ime ton Moikanón.
Móni parigoriá i mikrí indiána mu
ki ótan péfti to fos, éna bluz stin kithára mu.
|