Κάποιος φίλος μου σε είδε χθες στην αγορά
κι έπινες ουζάκι με τον μάγκα τον ψαρά,
σ’ είχε αγκαλιασμένη και γλεντάγατε μαζί,
ζούλα σ’ ένα φίνο μαγαζί.
Δε σε θέλω, δε σε θέλω, άδειασέ μου τη γωνιά,
την ανθίστηκα μπαμπέσα τη δική σου απονιά,
την ανθίστηκα μπαμπέσα τη δική σου απονιά,
δεν σε θέλω, δε σε θέλω, άδειασέ μου τη γωνιά.
Ησουν’ όλο σκέρτσο, βρε παμπόνηρη ξανθιά,
ξέχασες τα χάδια μου και τα γλυκά φιλιά,
πονηρά ξηγήθηκες και θα σ’ εκδικηθώ,
δεν σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω, δε μ’ αρέσεις, άδειασέ μου τη γωνιά,
φτάνει πια να κοροϊδεύεις, τράβα σ’ άλλη γειτονιά,
φτάνει πια να κοροϊδεύεις, τράβα σ’ άλλη γειτονιά,
δεν σε θέλω, δε μ’ αρέσεις, άδειασέ μου τη γωνιά.
|
Kápios fílos mu se ide chthes stin agorá
ki épines uzáki me ton mágka ton psará,
s’ iche agkaliasméni ke glentágate mazí,
zula s’ éna fíno magazí.
De se thélo, de se thélo, ádiasé mu ti goniá,
tin anthístika babésa ti dikí su aponiá,
tin anthístika babésa ti dikí su aponiá,
den se thélo, de se thélo, ádiasé mu ti goniá.
Isun’ ólo skértso, vre pabóniri ksanthiá,
kséchases ta chádia mu ke ta gliká filiá,
ponirá ksigíthikes ke tha s’ ekdikithó,
den se thélo pia de s’ agapó.
De se thélo, de m’ arésis, ádiasé mu ti goniá,
ftáni pia na koroidevis, tráva s’ álli gitoniá,
ftáni pia na koroidevis, tráva s’ álli gitoniá,
den se thélo, de m’ arésis, ádiasé mu ti goniá.
|