Τι με ησυχάζει και τι μ’ ανησυχεί,
ο φόβος που πατάει και παίρνει διαταγή.
τι κάνει μια καρδιά ν’ ανοίγει ξαφνικά
κι απότομα να κλείνει παραθυρόφυλλα.
Σε ποιον παραδεισένιο κήπο Γεσθημανή
η κόλαση του Δάντη, υπόσχεση γραφτή
τη μια στιγμή στα ουράνια με σπρώχνει δυνατά,
την άλλη στην ορφάνια, στη δόλια μοναξιά.
Ζόρικο κόλπο που ‘ναι αυτό
τα ‘χω χαμένα ως εδώ,
γυρνώ, γυρνώ γύρω απ’ τον εαυτό,
παλεύει το εγώ μου με το υπέρ εγώ.
Γεμίζει μι’ αγκαλιά με όρκους και φιλιά
μ’ αδειάζει η φωλιά και φεύγουν τα πουλιά,
σαν Σίσυφος που πάει την πέτρα του ψηλά
μα πίσω τον γυρνάει κι απ’ την αρχή ξανά.
Ζόρικο κόλπο που ‘ναι αυτό
τα ‘χω χαμένα ως εδώ,
γυρνώ, γυρνώ γύρω απ’ τον εαυτό,
παλεύει το εγώ μου με το υπέρ εγώ.
|
Ti me isicházi ke ti m’ anisichi,
o fóvos pu patái ke perni diatagí.
ti káni mia kardiá n’ anigi ksafniká
ki apótoma na klini parathirófilla.
Se pion paradisénio kípo Gesthimaní
i kólasi tu Dánti, ipóschesi graftí
ti mia stigmí sta uránia me spróchni dinatá,
tin álli stin orfánia, sti dólia monaksiá.
Zóriko kólpo pu ‘ne aftó
ta ‘cho chaména os edó,
girnó, girnó giro ap’ ton eaftó,
palevi to egó mu me to ipér egó.
Gemízi mi’ agkaliá me órkus ke filiá
m’ adiázi i foliá ke fevgun ta puliá,
san Sísifos pu pái tin pétra tu psilá
ma píso ton girnái ki ap’ tin archí ksaná.
Zóriko kólpo pu ‘ne aftó
ta ‘cho chaména os edó,
girnó, girnó giro ap’ ton eaftó,
palevi to egó mu me to ipér egó.
|