Ο κυρ Θάνος πέθανε παραπονεμένος
ώρα δυο στο καπηλειό του Χατζηθωμά.
Τελευταία πέρναγε φτώχειες ο καημένος
κι είχε βάλει ενέχυρο και τον μπαγλαμά.
Τον μπαγλαμά, τ’ αδέρφι του
που του ‘φτιαχνε το κέφι του
ενέχυρο τον έδωσε
και ο κυρ Θάνος έσβησε.
Κάποιος αν του πλήρωνε κάτι λίγα χρέη
θα ‘χε τ’ οργανάκι του, θα ‘ταν στη ζωή.
Μα κανείς δεν ρώτησε, τάχα γιατί κλαίει.
Τον καημό του αλλουνού ποιος τον εννοεί;
Τον μπαγλαμά, τ’ αδέρφι του
που του ‘φτιαχνε το κέφι του
ενέχυρο τον έδωσε
και ο κυρ Θάνος έσβησε.
|
O kir Thános péthane paraponeménos
óra dio sto kapilió tu Chatzithomá.
Teleftea pérnage ftóchies o kaiménos
ki iche váli enéchiro ke ton baglamá.
Ton baglamá, t’ adérfi tu
pu tu ‘ftiachne to kéfi tu
enéchiro ton édose
ke o kir Thános ésvise.
Kápios an tu plírone káti líga chréi
tha ‘che t’ organáki tu, tha ‘tan sti zoí.
Ma kanis den rótise, tácha giatí klei.
Ton kaimó tu allunu pios ton ennoi;
Ton baglamá, t’ adérfi tu
pu tu ‘ftiachne to kéfi tu
enéchiro ton édose
ke o kir Thános ésvise.
|