Ομόνοια, που σε φρουρούν αγάλματα από γύψο,
τα χίλια σου τα πρόσωπα εδώ ξαναγυρνούν.
Αρχοντικά που ρήμαξαν και λουξ ξενοδοχεία.
Φωνές, λαχεία, αντίλαλοι, φαστ φουντ κι εμπορικά.
Φαντάροι που νικήθηκαν χωρίς να πολεμήσουν.
Σκιές χαδιών, υγρές ματιές και βήματα νεκρά.
Ομόνοια, ρολόι εσύ, σ’ ενός αγνώστου χέρι,
αντιδραστήρας της ψυχής, σταθμός πυρηνικός.
Πλατεία, που σε έπλασα, όπως εγώ σε είδα,
χαράματα μιας Κυριακής, μιας Τρίτης δειλινό.
Ταξίδι δίχως νόημα κι εικόνα δίχως ήχο.
Πλατεία, εσύ, πολύβουη μα πάντα αδειανή.
|
Omónia, pu se frurun agálmata apó gipso,
ta chília su ta prósopa edó ksanagirnun.
Archontiká pu rímaksan ke luks ksenodochia.
Fonés, lachia, antílali, fast funt ki eboriká.
Fantári pu nikíthikan chorís na polemísun.
Skiés chadión, igrés matiés ke vímata nekrá.
Omónia, rolói esí, s’ enós agnóstu chéri,
antidrastíras tis psichís, stathmós pirinikós.
Platia, pu se éplasa, ópos egó se ida,
charámata mias Kiriakís, mias Trítis dilinó.
Taksídi díchos nóima ki ikóna díchos ícho.
Platia, esí, polívui ma pánta adianí.
|