Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς
Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς
|
Ti zitás athanasía sto balkóni mu brostá
de mu dínis simasía ki i kardiá mu pós vastá
S’ agapísane ston kósmo vasiliádes, piités
ki éna klonaráki diósmo den tus chárises potés
Ise sklirí san tu thanátu ti grothiá
ma írthan keri pu se pistépsame vathiá
Káthe geniá dikí tis théli na genis
Omorfoniá, pu de se kérdise kanis
Ti zitás athanasía sto balkóni mu brostá
pia parákseni thisía i zoí na su chrostá
Ήrthan dipsasméni Krisi, tapini proskinités
ki ap’ tu kípu su ti vrísi den tus pótises potés
Ise sklirí san tu thanátu ti grothiá
ma írthan keri pu se pistépsane vathiá
Káthe geniá dikí tis théli na genis
Omorfoniá, pu de se kérdise kanis
|