Τα μάτια μου τα μαύρα
φωτιά και λάβρα,
απόψε μεθυσμένα για μένα.
Τα ρίχνω κι όποιον πάρει,
απόψε ποιο φεγγάρι
θα μπει στου παραδείσου την αυλή
ν’ ανάψει δυο κεράκια και να βγει.
Δεν είναι που προσπέρασες
και “γεια χαρά” δεν είπες,
τις Κυριακές μου έκλεψες
και βγήκες.
Γιατί, φεγγάρι μου όμορφο,
γιατί δε μου το είπες
πως έχει η αγάπη
βάσανα και πίκρες.
Τα μάτια σου, τα βράδια
δρομάκια άδεια,
καράβια ξεχασμένα για μένα.
Τα ρίχνω στο ποτάμι,
απόψε όποιος σαλπάρει
θα βγει στου παραδείσου τα νησιά,
εκεί που φέγγει μόνο η καρδιά.
Δεν είναι που προσπέρασες
κι ούτ’ ένα “γεια” δεν είπες,
τις Κυριακές μου έκλεψες
και βγήκες.
Γιατί, φεγγάρι μου όμορφο,
γιατί δε μου το είπες
πως έχει η αγάπη
βάσανα και πίκρες.
|
Ta mátia mu ta mavra
fotiá ke lávra,
apópse methisména gia ména.
Ta ríchno ki ópion pári,
apópse pio fengári
tha bi stu paradisu tin avlí
n’ anápsi dio kerákia ke na vgi.
Den ine pu prospérases
ke “gia chará” den ipes,
tis Kiriakés mu éklepses
ke vgíkes.
Giatí, fengári mu ómorfo,
giatí de mu to ipes
pos échi i agápi
vásana ke píkres.
Ta mátia su, ta vrádia
dromákia ádia,
karávia ksechasména gia ména.
Ta ríchno sto potámi,
apópse ópios salpári
tha vgi stu paradisu ta nisiá,
eki pu féngi móno i kardiá.
Den ine pu prospérases
ki ut’ éna “gia” den ipes,
tis Kiriakés mu éklepses
ke vgíkes.
Giatí, fengári mu ómorfo,
giatí de mu to ipes
pos échi i agápi
vásana ke píkres.
|