Ήρθες να με κλέψεις μέσα από τα όνειρά μου,
μέσα από το μαγαζι,
νύχτα πήρες τα φιλιά μου, μέρα ένοιωσα ντροπή
όταν είδα στα σεντόνια να κοιμάμαι μοναχή.
Ήρθες και μου πήρες άγνωστέ μου αγέρα,
ό,τι είχα πιο φτηνό,
το πρωί γιατί να φύγεις μ’ ένα βήμα βιαστικό.
Το πρωί γιατί να ψάχνω στα σημάδια να σε βρω.
Τύχη μου πικρή κι ανάποδη μου μοίρα,
τι μου μένει στη ζωή,
μια δουλειά για ένα νοίκι, μια ταβέρνα για κρασί.
Μια δουλειά που με σκοτώνει κάθε μέρα πιο πολύ.
Να ξανάρθεις θέλω και πάλι από τη δουλειά μου,
έλα από το μαγαζί,
έλα και μη φύγεις πάλι από κοντά μου,
μη κοιμάμαι μοναχή.
Έλα για ν’ ακούσω δυο γλυκά σου λόγια,
τη δική σου τη φωνή,
θα κοιτώ την πόρτα και θα σε προσμένω,
έννοια μου μελαχρινή
|
Ήrthes na me klépsis mésa apó ta ónirá mu,
mésa apó to magazi,
níchta píres ta filiá mu, méra éniosa ntropí
ótan ida sta sentónia na kimáme monachí.
Ήrthes ke mu píres ágnosté mu agéra,
ó,ti icha pio ftinó,
to pri giatí na fígis m’ éna víma viastikó.
To pri giatí na psáchno sta simádia na se vro.
Tíchi mu pikrí ki anápodi mu mira,
ti mu méni sti zoí,
mia duliá gia éna niki, mia tavérna gia krasí.
Mia duliá pu me skotóni káthe méra pio polí.
Na ksanárthis thélo ke páli apó ti duliá mu,
éla apó to magazí,
éla ke mi fígis páli apó kontá mu,
mi kimáme monachí.
Έla gia n’ akuso dio gliká su lógia,
ti dikí su ti foní,
tha kitó tin pórta ke tha se prosméno,
énnia mu melachriní
|