Ανάμεσα Καλλίπολη και Τζάννειο
εβρήκα το Θεό τον επουράνιο.
Αντάμωσα το φίλο μου το Μέρτικα
με τα βαριά τσιγάρα και τα σέρτικα.
Και φούμα φούμα στα βοτσαλάκια
αγίους έβλεπα και αγγελάκια.
Και φούμα φούμα στη Φρεαττύδα
ότι μ’ αγάπαγες, άπιστη, είδα.
Ν’ αντέξω την ντροπή σου δεν το μπόραγα,
κρυφά μες στον Περαία κυκλοφόραγα.
Στα μάτια μου ένα μαχαίρι γυάλιζε
γιατί και το κρασί πια δε με ζάλιζε.
Και φούμα φούμα στα βοτσαλάκια
αγίους έβλεπα και αγγελάκια.
Και φούμα φούμα στη Φρεαττύδα
ότι μ’ αγάπαγες, άπιστη, είδα.
|
Anámesa Kallípoli ke Tzánnio
evríka to Theó ton epuránio.
Antámosa to fílo mu to Mértika
me ta variá tsigára ke ta sértika.
Ke fuma fuma sta votsalákia
agius évlepa ke angelákia.
Ke fuma fuma sti Freattída
óti m’ agápages, ápisti, ida.
N’ antékso tin ntropí su den to bóraga,
krifá mes ston Perea kiklofóraga.
Sta mátia mu éna macheri giálize
giatí ke to krasí pia de me zálize.
Ke fuma fuma sta votsalákia
agius évlepa ke angelákia.
Ke fuma fuma sti Freattída
óti m’ agápages, ápisti, ida.
|