Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν’ ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν’ αγαπήσουν.
|
O tópos mas ine klistós,
ólo vuná pu échun skepí
to chamiló uranó méra ke níchta.
Den échume potámia, den échume
pigádia, den échume pigés.
Monácha líges stérnes,
ádies ki aftés.
Pu ichun ke pu tis proskinume.
Ήchos stekámenos, kufios,
ídios me ti monaksiá mas,
ídios me tin agápi mas,
ídios me ta sómatá mas.
Mas fenete parákseno
pu kápote borésame na chtísume ta spítia,
ta kalívia ke tis stánes mas.
Ke i gámi mas, ta droserá
stefánia ke ta dáchtila,
ginunte enígmata
aneksígita gia tin psichí mas.
Pós genníthikan,
pós dinamósane ta pediá mas;
Den échume potámia, den échume
pigádia, den échume pigés.
Monácha líges stérnes,
ádies ki aftés.
Pu ichun ke pu tis proskinume.
O tópos mas ine klistós.
Ton klinun i dio mavres
Sibligádes.
Sta limánia tin Kiriakí san
katevume n’ anasánume,
vlépume na fotízunte sto
iliógerma spasména ksíla,
apó taksídia pu den téliosan
sómata pu den ksérun pia
pós n’ agapísun.
|