Όταν κοιτάς τον ουρανό συννεφιασμένο
κι ένα τσιγάρο πας ν’ ανάψεις πριν να ’ρθει η βροχή
θυμίσου με σαν τραγουδάκι που ’ναι ξεχασμένο
και περιμένει μια φωνή για ν’ ακουστεί.
Έχει ο Θεός, καιρός θα ’ρθει
να σταματήσει τούτη τη βροχή.
Έχει ο θεός και θα ’ναι αλλιώς
χρώμα θ’ αλλάξει κι ο δικός μας ουρανός.
Κι αν δε μου έφερες στα χέρια το φεγγάρι
κι αν δε με πίστεψες πως θα ‘ναι πάντα Κυριακή
τα όνειρά μας μην τα βάζεις πάνω στο πατάρι
κι έλα στην αγκαλιά μου μέχρι το πρωί.
Έχει ο θεός, καιρός θα ’ρθει
να σταματήσει τούτη τη βροχή.
Έχει ο θεός και θα ’ναι αλλιώς
χρώμα θ’ αλλάξει κι ο δικός μας ουρανός.
|
Όtan kitás ton uranó sinnefiasméno
ki éna tsigáro pas n’ anápsis prin na ’rthi i vrochí
thimísu me san tragudáki pu ’ne ksechasméno
ke periméni mia foní gia n’ akusti.
Έchi o Theós, kerós tha ’rthi
na stamatísi tuti ti vrochí.
Έchi o theós ke tha ’ne alliós
chróma th’ alláksi ki o dikós mas uranós.
Ki an de mu éferes sta chéria to fengári
ki an de me pístepses pos tha ‘ne pánta Kiriakí
ta ónirá mas min ta vázis páno sto patári
ki éla stin agkaliá mu méchri to pri.
Έchi o theós, kerós tha ’rthi
na stamatísi tuti ti vrochí.
Έchi o theós ke tha ’ne alliós
chróma th’ alláksi ki o dikós mas uranós.
|