Τ’ αξύριστα μου γένια
τα σκέπασα μ ‘αφρό
καρδιά μου σ’ έχω έννοια
κι απόψε θ’ ανεβώ
στο έλκηθρο που έλκουν
οι τάρανδοι στην κάρτα
ακόμα μια φορά
του ονείρου μας βορά
Βάλε μου τις μαύρες μου τις μπότες
και την κουβέρτα με τα κόκκινα καρώ
Την πιο τρελή λαχτάρα σου απ’ τις πρώτες
Άγιος Βασίλης κι αν δεν είμαι θα στη βρω
Κι όταν θα ξαναγυρίσω
και μπρος στα πόδια σου θ’ αφήσω
το σάκο με το κόκκινο κουτί
πρόσεξε πως θα τ’ ανοίξεις
γιατί μιαν ώρα σαν της λείψεις
πεθαίνει η καρδιά μου η κουτή
Τ’ αξύριστα μου γένια
τα σκέπασα μ’ αφρό
μια αχτίδα βελουδένια
τρυπώνει απ’ το λουτρό
Ο ήλιος του Γενάρη κρυστάλλινο γαζί
ακόμα μια φορά δυο άνθρωποι μαζί
βάλανε τις μαύρες τους τις μπότες
να βγούνε βόλτα στο παγκόσμιο χωριό
Η Νέα Πόλις γέμισε ιππότες
που τραγουδάνε για του κόσμου τον καιρό
|
T’ aksírista mu génia
ta sképasa m ‘afró
kardiá mu s’ écho énnia
ki apópse th’ anevó
sto élkithro pu élkun
i tárandi stin kárta
akóma mia forá
tu oniru mas vorá
Oále mu tis mavres mu tis bótes
ke tin kuvérta me ta kókkina karó
Tin pio trelí lachtára su ap’ tis prótes
Άgios Oasílis ki an den ime tha sti vro
Ki ótan tha ksanagiríso
ke bros sta pódia su th’ afíso
to sáko me to kókkino kutí
prósekse pos tha t’ aniksis
giatí mian óra san tis lipsis
petheni i kardiá mu i kutí
T’ aksírista mu génia
ta sképasa m’ afró
mia achtída veludénia
tripóni ap’ to lutró
O ílios tu Genári kristállino gazí
akóma mia forá dio ánthropi mazí
válane tis mavres tus tis bótes
na vgune vólta sto pagkósmio chorió
I Néa Pólis gémise ippótes
pu tragudáne gia tu kósmu ton keró
|