Τα βήματά μας κάπου εδώ τελειώνουνε
κι αυτές οι μέρες που κάποτε έμοιαζαν «για πάντα»
κάπου στην άκρη της καρδιάς ξεχειμωνιάσαμε
μείνανε στάχτες να ζεσταίνουν τα όνειρα μας.
Στα όριά μας πια δεν ταξιδεύουμε
τα δεκανίκια της ψυχής δε βρίσκουν χώμα
τι ζει πια μέσα μας ποτέ δε θα το μάθουμε
μα του χαρίζουμε πνοή για λίγο ακόμα.
Κι όλο κοιτάζω πίσω απ’ τον ώμο σου σφιχτά σαν μ’ αγκαλιάζεις
αυτόν το δρόμο που φοβάσαι να περάσεις
κι είναι αιώνας η στιγμή, κι είναι η σιωπή σου φυλακή, μια φυλακή
κι όσο κοιτάζω στάζουν τα μάτια σου μια θάλασσα με λάθη
δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ, γι’ αυτό πες κάτι
για να ’χουν σώμα τα «γιατί» θα `δινα ακόμα μια ζωή
|
Ta vímatá mas kápu edó teliónune
ki aftés i méres pu kápote émiazan «gia pánta»
kápu stin ákri tis kardiás ksechimoniásame
minane stáchtes na zestenun ta ónira mas.
Sta óriá mas pia den taksidevume
ta dekaníkia tis psichís de vrískun chóma
ti zi pia mésa mas poté de tha to máthume
ma tu charízume pnoí gia lígo akóma.
Ki ólo kitázo píso ap’ ton ómo su sfichtá san m’ agkaliázis
aftón to drómo pu fováse na perásis
ki ine eónas i stigmí, ki ine i siopí su filakí, mia filakí
ki óso kitázo stázun ta mátia su mia thálassa me láthi
den kséro an tha se ksanadó, gi’ aftó pes káti
gia na ’chun sóma ta «giatí» tha `dina akóma mia zoí
|