Όλα φαντάζουν μια πομπή που τελειωμό δεν έχει.
Σκύψε λοιπόν προσεχτικά να δεις τον γεροτράγο
να του φορτώσεις τη μορφή να πεις τα μύρια όσα.
Κι από την πόλη μιαν αυγή να πάει από κει που ήρθε.
Μήπως βρεθεί και η υγειά που σου έλειψε, το ξέρω.
Και είναι πολλά, πάρα πολλά, όλα αυτά που ξέρω…
Μα που να ξομολογηθώ και που να μολογήσω ;
Κι αν όλα δεν τα έζησα κάπου θαρρώ τα είδα.
Ήρθαν σα γράμμα μακρινό, σαν το φτωχό σπουργίτι,
να μου ραγίσουν μια νυχτιά το μόνο μου το τζάμι.
Το κρύο που μου έδιωχνε, το κρύο και τους κρότους.
Την είδα την καταστροφή και ήμουν απ’ τους πρώτους.
Μετά μας πήρανε τροχοί, στα πέρατα μας πήγαν,
θαρρώ δεμένοι ήμασταν σε μακρινές ακτίνες.
Σφιχτά δεμένοι με λουριά και τη ζαλάδα στην καρδιά,
στου κόσμου την κατηφοριά χαθήκανε οι κόποι
Γκρεμίστηκαν τα σήμαντρα κι αυτοί οι άγιοι τόποι.
Ήρθαν ξανά τα αρπαχτικά τα όνειρα να κλέψουν,
να πουν τις ιστορίες τους, με τον καιρό να παίξουν.
Μα είναι καλός ταξιδευτής και τα στενά γνωρίζει,
ξέρει που ζούνε τα στοιχειά πως να τα αναγνωρίζει…
|
Όla fantázun mia pobí pu teliomó den échi.
Skípse lipón prosechtiká na dis ton gerotrágo
na tu fortósis ti morfí na pis ta míria ósa.
Ki apó tin póli mian avgí na pái apó ki pu írthe.
Mípos vrethi ke i igiá pu su élipse, to kséro.
Ke ine pollá, pára pollá, óla aftá pu kséro…
Ma pu na ksomologithó ke pu na mologíso ;
Ki an óla den ta ézisa kápu tharró ta ida.
Ήrthan sa grámma makrinó, san to ftochó spurgiti,
na mu ragisun mia nichtiá to móno mu to tzámi.
To krío pu mu édiochne, to krío ke tus krótus.
Tin ida tin katastrofí ke ímun ap’ tus prótus.
Metá mas pírane trochi, sta pérata mas pígan,
tharró deméni ímastan se makrinés aktínes.
Sfichtá deméni me luriá ke ti zaláda stin kardiá,
stu kósmu tin katiforiá chathíkane i kópi
Gkremístikan ta símantra ki afti i ágii tópi.
Ήrthan ksaná ta arpachtiká ta ónira na klépsun,
na pun tis istoríes tus, me ton keró na peksun.
Ma ine kalós taksideftís ke ta stená gnorízi,
kséri pu zune ta stichiá pos na ta anagnorízi…
|