Οι εποχές ξοδεύονται προτού ν’ αλλάξουν γνώμη
κι οι ενοχές παιδεύονται σ’ ανύποπτες σκιές
και πριν να δέσει σαν καρπός στο σώμα η συγγνώμη
πέφτουν και χαραμίζονται στο χώμα οι βροχές.
Πες μου που πάει η θάλασσα και που η κορφή τελειώνει
και μη μου λες πως διάλεξα τον τρόπο που θα ζω.
Χρόνια σωπαίνει μέσα μου ο κύκνος και τ’ αηδόνι
χρόνια στεγνώνει μέσα μου το αμίλητο νερό.
Κάτι ψυχές ξενύχτισσες μαζεύουν τα φεγγάρια
και τα ρωτούν ανήμπορες πότε θα γεννηθεί
μια αγάπη, ένα ράγισμα μες στην καρδιά την άδεια
προτού κι αυτή στο θάνατο σαν σκλάβα πουληθεί.
|
I epochés ksodevonte protu n’ alláksun gnómi
ki i enochés pedevonte s’ anípoptes skiés
ke prin na dési san karpós sto sóma i singnómi
péftun ke charamízonte sto chóma i vrochés.
Pes mu pu pái i thálassa ke pu i korfí telióni
ke mi mu les pos diáleksa ton trópo pu tha zo.
Chrónia sopeni mésa mu o kíknos ke t’ aidóni
chrónia stegnóni mésa mu to amílito neró.
Káti psichés kseníchtisses mazevun ta fengária
ke ta rotun aníbores póte tha gennithi
mia agápi, éna rágisma mes stin kardiá tin ádia
protu ki aftí sto thánato san skláva pulithi.
|