Είναι τα δυο μου χέρια
σαν πουλιά αβοήθητα
Έστησες καρτέρια
πήρες τα φτερά
Τώρα πληγωμένα
ψάχνουνε τα χέρια σου
Ψάχνουνε εσένα
που ‘σαι μακριά
Αν είναι έτσι η αγάπη
γιατί δεν με φύλαξες;
Σε παρτίδα σκάρτη
τι χαρτί μου μοίρασες;
Μα σ’ αγαπώ για πάντα, πανάθεμά με σ’ αγαπώ
Στο παράλογο δεν ξέρω, πώς να αντισταθώ
Είναι τα δυο μου χέρια
λες και έχουνε φτιαχτεί
Για να δίνουν μόνο
δίνουν μια ζωή
Αν δεν συγκινείσαι
που ‘χω γίνει θρύψαλα
Από πέτρα είσαι
κι είμαι από γυαλί
|
Ine ta dio mu chéria
san puliá avoíthita
Έstises kartéria
píres ta fterá
Tóra pligoména
psáchnune ta chéria su
Psáchnune eséna
pu ‘se makriá
An ine étsi i agápi
giatí den me fílakses;
Se partída skárti
ti chartí mu mirases;
Ma s’ agapó gia pánta, panáthemá me s’ agapó
Sto parálogo den kséro, pós na antistathó
Ine ta dio mu chéria
les ke échune ftiachti
Gia na dínun móno
dínun mia zoí
An den sigkinise
pu ‘cho gini thrípsala
Apó pétra ise
ki ime apó gialí
|