Εγώ γεννήθηκα
κι είχα δυο φτερούγες
κι έμαθα γράμματα
στα νυχτερινά
Και όταν διάβαζα
τις λέξεις τις καινούριες
τα φεγγαρόφωτα
είχα για κεριά
Βάσανο βάσανο
έφευγε η ζωή μου
βάσανο βάσανο
κάθε μου αγκαλιά
Μέσα μου άκουγε
νότες η ψυχή μου
Ήτανε ζεϊμπέκικα παλιά
Εγώ μεγάλωσα
όπως η Ελλάδα
στην αμφισβήτηση
και στην κουρελού
Όμως στα μάτια μου
διαβάζεις Ιλιάδα
γιατί είχα δίπλα μου
γιαγιά παραμυθού
Εγώ σ’ αγάπησα
για τη μοναξιά σου
και την απόγνωση
μέσα στη ματιά
Εσένα αγάπησα
κι όταν τα φιλιά σου
βαθιά με χάραζαν
όπως τα γυαλιά
|
Egó genníthika
ki icha dio fteruges
ki ématha grámmata
sta nichteriná
Ke ótan diávaza
tis léksis tis kenuries
ta fengarófota
icha gia keriá
Oásano vásano
éfevge i zoí mu
vásano vásano
káthe mu agkaliá
Mésa mu ákuge
nótes i psichí mu
Ήtane zeibékika paliá
Egó megálosa
ópos i Elláda
stin amfisvítisi
ke stin kurelu
Όmos sta mátia mu
diavázis Iliáda
giatí icha dípla mu
giagiá paramithu
Egó s’ agápisa
gia ti monaksiá su
ke tin apógnosi
mésa sti matiá
Eséna agápisa
ki ótan ta filiá su
vathiá me chárazan
ópos ta gialiá
|