Δυο ποτήρια έβαλα πάνω στο τραπέζι
τ’ άδειαζα, τα γέμιζα δάκρυ και κρασί,
και το δίσκο τον παλιό έβαλα να παίζει
το τραγούδι που `λεγες κάποτε κι εσύ.
Το δικό σου όμως ποτήρι το ‘κανα γυαλιά
ίσως από το μυαλό μου και σε βγάλω πια.
Το δικό σου όμως ποτήρι το ‘κανα γυαλιά,
στα συντρίμμια όμως απάνω έκλαψα πικρά.
Τώρα τα κομμάτια του με καημό μαζεύω
μήπως το ποτήρι σου φτιάξω απ’ την αρχή.
Κάτι που δε γίνεται ο φτωχός γυρεύω,
είναι σαν να έβαλα μέσα σου ψυχή.
Το δικό σου όμως ποτήρι το ‘κανα γυαλιά
ίσως από το μυαλό μου και σε βγάλω πια.
Το δικό σου όμως ποτήρι το ‘κανα γυαλιά,
στα συντρίμμια όμως απάνω έκλαψα πικρά.
|
Dio potíria évala páno sto trapézi
t’ ádiaza, ta gémiza dákri ke krasí,
ke to dísko ton palió évala na pezi
to tragudi pu `leges kápote ki esí.
To dikó su ómos potíri to ‘kana gialiá
ísos apó to mialó mu ke se vgálo pia.
To dikó su ómos potíri to ‘kana gialiá,
sta sintrímmia ómos apáno éklapsa pikrá.
Tóra ta kommátia tu me kaimó mazevo
mípos to potíri su ftiákso ap’ tin archí.
Káti pu de ginete o ftochós girevo,
ine san na évala mésa su psichí.
To dikó su ómos potíri to ‘kana gialiá
ísos apó to mialó mu ke se vgálo pia.
To dikó su ómos potíri to ‘kana gialiá,
sta sintrímmia ómos apáno éklapsa pikrá.
|