Θυμώνω, βρίζω και σε ξορκίζω
ποτέ μπροστά μου να μη φανείς.
Δε με ενδιαφέρει αν θα σε φέρει
πίσω ο δρόμος της ενοχής.
Είναι πολλά που θα σε κάψουν
αν γυρίσεις ξανά.
Τώρα δεν έχεις πια καμιά σιγουριά,
δεν έχεις ευκαιρία.
Είναι πολλά που μου πιέζουν
δυο φορές την καρδιά.
Δεν είμαι αυτή που σ’ αγαπούσε τυφλά,
άλλαξα πορεία.
Ματώνω, κλαίω, μα σου το λέω,
μες στη ζωή μου μην ξαναμπείς.
Έχω παγώσει, μ’ έχεις σκοτώσει,
είσαι σκοτάδι μιας φυλακής.
|
Thimóno, vrízo ke se ksorkízo
poté brostá mu na mi fanis.
De me endiaféri an tha se féri
píso o drómos tis enochís.
Ine pollá pu tha se kápsun
an girísis ksaná.
Tóra den échis pia kamiá siguriá,
den échis efkería.
Ine pollá pu mu piézun
dio forés tin kardiá.
Den ime aftí pu s’ agapuse tiflá,
állaksa poria.
Matóno, kleo, ma su to léo,
mes sti zoí mu min ksanabis.
Έcho pagósi, m’ échis skotósi,
ise skotádi mias filakís.
|