Είχα μια αγάπη μια φορά που ‘μοιαζε λίγο
στη θλίψη μόνο με τη φτωχογειτονιά
εκεί που η σκέψη ακροπατεί σαν το φονιά
για να τη δει απ’ τη γωνιά
πως να ξεφύγω.
Μοιάζουν οι δρόμοι μας σπαθιά που συναντιούνται
μέσα στη νύχτα και ραΐζουν τη σιωπή
αίμα στ’ αχείλι και στο βλέμμα αστραπή
πες μου ποιο στόμα να τα πει
και πως ξεχνιούνται.
Τ’ όνειρο μικρή σαν χαθώ νωρίς
κάμε φυλαχτό για να το φορείς
ράψε δυο πουλιά με κλωστή χρυσή
το ‘να να ‘μαι εγώ, τ’ άλλο να ‘σαι εσύ.
Πέρασε κόσμε κι η παράσταση θ’ αρχίσει
και θα τα πούμε σαν δυο φίλοι γκαρδιακοί
που σμίξανε κάποια θλιμμένη Κυριακή
σε μια ταβέρνα ερημική
κι έχουν μεθύσει.
Άσπρο πουκάμισο θα βάλω απόψε πάλι
να πέσει απάνω του σαν ταύρος ο καιρός
δώσε μου μάνα την ευχή να βγω γερός
πόλεμος είναι και χορός
και παραζάλη.
Τ’ όνειρο μικρή σαν χαθώ νωρίς
κάμε φυλαχτό για να το φορείς
ράψε δυο πουλιά με κλωστή χρυσή
το ‘να να ‘μαι εγώ, τ’ άλλο να ‘σαι εσύ.
|
Icha mia agápi mia forá pu ‘miaze lígo
sti thlípsi móno me ti ftochogitoniá
eki pu i sképsi akropati san to foniá
gia na ti di ap’ ti goniá
pos na ksefígo.
Miázun i drómi mas spathiá pu sinantiunte
mésa sti níchta ke raΐzun ti siopí
ema st’ achili ke sto vlémma astrapí
pes mu pio stóma na ta pi
ke pos ksechniunte.
T’ óniro mikrí san chathó norís
káme filachtó gia na to foris
rápse dio puliá me klostí chrisí
to ‘na na ‘me egó, t’ állo na ‘se esí.
Pérase kósme ki i parástasi th’ archísi
ke tha ta pume san dio fíli gkardiaki
pu smíksane kápia thlimméni Kiriakí
se mia tavérna erimikí
ki échun methísi.
Άspro pukámiso tha válo apópse páli
na pési apáno tu san tavros o kerós
dóse mu mána tin efchí na vgo gerós
pólemos ine ke chorós
ke parazáli.
T’ óniro mikrí san chathó norís
káme filachtó gia na to foris
rápse dio puliá me klostí chrisí
to ‘na na ‘me egó, t’ állo na ‘se esí.
|