Γιατί φόρεσα της λεηλασίας τη στολή ;
Γιατί φόρεσα το πουκάμισο του εμπρηστή;
Όχι, δεν το έκανα από πείνα
Όχι, δεν το έκανα από μάνητα σφαγής
Μόνο και μόνο επειδή ‘μουν δούλος
Και με διέταξαν
ξεκίνησα για να σκοτώσω και να κάψω
Και τώρα πρέπει να με κυνηγήσουνε
Και τώρα πρέπει να με σφάξουν
Και θα κείτουμαι κάτω απ’ τη γη που έχω ρημάξει
χαλαστής που κανείς δεν πονά για το χαμό του
Στεναγμός ανακούφισης θ’αναδεύει πάνω από τον τάφο μου
|
Giatí fóresa tis leilasías ti stolí ;
Giatí fóresa to pukámiso tu ebristí;
Όchi, den to ékana apó pina
Όchi, den to ékana apó mánita sfagís
Móno ke móno epidí ‘mun dulos
Ke me diétaksan
ksekínisa gia na skotóso ke na kápso
Ke tóra prépi na me kinigísune
Ke tóra prépi na me sfáksun
Ke tha kitume káto ap’ ti gi pu écho rimáksi
chalastís pu kanis den poná gia to chamó tu
Stenagmós anakufisis th’anadevi páno apó ton táfo mu
|