Ένα δάσος κλάρες
πάνε κι έρχονται στο χωλ,
για το Παλομάρες,
το Βιετνάμ και το Ντε Γκωλ.
Τον αχάριστο, τον κλέφτη,
το χωριάτη, τον αλήτη,
με τη μύτη τη μεγάλη,
που τους έχει μπει στη μύτη.
Να ‘χα τόσες κλάρες,
θα καθόμουν στο χωριό,
θα ‘βγαζα λαδάκι,
δε θα μ’ ένοιαζε ο Ντε Γκωλ.
Τον αχάριστο, τον κλέφτη,
το χωριάτη, τον αλήτη,
με τη μύτη τη μεγάλη,
που τους έχει μπει στη μύτη.
|
Έna dásos kláres
páne ki érchonte sto chol,
gia to Palomáres,
to Ietnám ke to Nte Gkol.
Ton acháristo, ton kléfti,
to choriáti, ton alíti,
me ti míti ti megáli,
pu tus échi bi sti míti.
Na ‘cha tóses kláres,
tha kathómun sto chorió,
tha ‘vgaza ladáki,
de tha m’ éniaze o Nte Gkol.
Ton acháristo, ton kléfti,
to choriáti, ton alíti,
me ti míti ti megáli,
pu tus échi bi sti míti.
|