Θυμάμαι και πονώ, πόσα τραγούδια τόσα βράδια,
μόνος να περπατώ, μέσα στα σκοτεινά,
του κόσμου τα στενά, με την καρδιά μου πάντα άδεια,
και αυτή που αγαπώ, δεν είναι πουθενά.
Θυμάμαι και πονώ, και δεν μπορώ να καταλάβω,
πως βρέθηκα εγώ, μόνος ξανά εδώ,
να αδιαφορώ, τίποτα να μην περιμένω,
και να κατηγορώ, τον άλλο μου εαυτό.
Δε μιλώ μαζί σου άλλο πια,
δεν αντέχω, δεν μπορώ,
ένα φίλο μου καλό να βρω,
και θα του πως σ’ αγαπώ.
Δε μιλώ μαζί σου άλλο πια,
δεν αντέχω, δεν μπορώ,
ένα φίλο μου καλό να βρω,
και θα του πως σ’ αγαπώ.
Μην ψάχνεις να με βρεις, έφυγα δε με προλαβαίνεις,
και όταν θα απορείς, τους άλλους να ρωτάς,
στους δρόμους της ζωής, πάντα αντίθετα πηγαίνεις,
και κάνεις ότι θες κι όλο αλλού κοιτάς.
Δε μιλώ μαζί σου άλλο πια,
δεν αντέχω, δεν μπορώ,
ένα φίλο μου καλό να βρω,
και θα του πως σ’ αγαπώ.
Δε μιλώ μαζί σου άλλο πια,
δεν αντέχω, δεν μπορώ,
ένα φίλο μου καλό να βρω,
και θα του πως σ’ αγαπώ.
|
Thimáme ke ponó, pósa tragudia tósa vrádia,
mónos na perpató, mésa sta skotiná,
tu kósmu ta stená, me tin kardiá mu pánta ádia,
ke aftí pu agapó, den ine puthená.
Thimáme ke ponó, ke den boró na katalávo,
pos vréthika egó, mónos ksaná edó,
na adiaforó, típota na min periméno,
ke na katigoró, ton állo mu eaftó.
De miló mazí su állo pia,
den antécho, den boró,
éna fílo mu kaló na vro,
ke tha tu pos s’ agapó.
De miló mazí su állo pia,
den antécho, den boró,
éna fílo mu kaló na vro,
ke tha tu pos s’ agapó.
Min psáchnis na me vris, éfiga de me prolavenis,
ke ótan tha aporis, tus állus na rotás,
stus drómus tis zoís, pánta antítheta pigenis,
ke kánis óti thes ki ólo allu kitás.
De miló mazí su állo pia,
den antécho, den boró,
éna fílo mu kaló na vro,
ke tha tu pos s’ agapó.
De miló mazí su állo pia,
den antécho, den boró,
éna fílo mu kaló na vro,
ke tha tu pos s’ agapó.
|