Κύλησε σιγά – σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι’ αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία… Όμως, που και που, τα πρωινά, όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζαν στην αυλή του σχολείου, ο γεροδάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.
«Περίεργο! Τι ‘ναι αυτό;» Αυτός ποτέ δε τους είχε μάθει τραγούδια γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος! Κι επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα, σαν μικρά τρεχαντήρια. Χόρευαν και τραγουδούσαν και αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα και αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους, η Αγέλαστη Πολιτεία.
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά
|
Kílise sigá – sigá o kerós san to rodáni tu mílu pu poté de stamatái ke to períergo óniro ksechástike. Kanis den ksanamílise pia gi’ aftó stin Agélasti Politia… Όmos, pu ke pu, ta priná, ótan o ílios élabe zestós ke ta pediá pezan stin avlí tu scholiu, o gerodáskalos ta ákuge ksafniasménos na tragudun ke na chorevun éna parákseno tragudi.
«Períergo! Ti ‘ne aftó;» Aftós poté de tus iche máthi tragudia giatí aplustata den íksere o ánthropos! Ki epísis paratírise óti káthe forá pu piasména se kíklus tragudusan o uranós psilá gémize kátaspres chínes ke ta pediá tis cheretusan me ta mantilákia tus, étsi ópos tis évlepan na petun ston aéra, san mikrá trechantíria. Chórevan ke tragudusan ke antilaluse ap’ tis fonés óli i prásini kiláda ke antilaluse gliká ap’ ta gélia tus, i Agélasti Politia.
Rum, paparum, paparum, paparuna,
ti stívume ke kánume mantzuna
ke ístera ti vázume na vrázi
dekaochtó merónichta se siganí fotiá
|