Όπως πετάνε ένα ξύλο στη φωτιά
το ίδιο έκανες στη δόλια την καρδιά μου
και μόνο στάχτες έχουν μείνει τώρα πια
να μου κρατάνε συντροφιά στη μοναξιά μου
Ερημιά, παντού ερημιά
κι εσύ πουθενά
Πικρές οι στιγμές που περνάω
Δεν το `χα καταλάβει πως μου `χες γίνει πάθος
και πόσο σ’ αγαπάω
Όπως πετάνε ένα ξύλο στη φωτιά
και κάθε φλόγα με μανία το τυλίγει
Έτσι μου έκαψες τη δόλια μου καρδιά
η απονιά κι η αχαριστία σου με πνίγει
|
Όpos petáne éna ksílo sti fotiá
to ídio ékanes sti dólia tin kardiá mu
ke móno stáchtes échun mini tóra pia
na mu kratáne sintrofiá sti monaksiá mu
Erimiá, pantu erimiá
ki esí puthená
Pikrés i stigmés pu pernáo
Den to `cha katalávi pos mu `ches gini páthos
ke póso s’ agapáo
Όpos petáne éna ksílo sti fotiá
ke káthe flóga me manía to tilígi
Έtsi mu ékapses ti dólia mu kardiá
i aponiá ki i acharistía su me pnígi
|