Έρωτα, τσιγγάνα που σε γέννησε
να χτυπάς καρδιές στο πέρασμά σου,
έτσι το κορμί μου αναστέναξε
μες στα μονοπάτια της ματιάς σου.
Ένας έρωτας φονιάς που με ράγισε,
στο βυθό της απονιάς με ναυάγησε,
βάζει στ’ όνειρο φωτιά, το πυρπόλησε
κι όπως με είχε αγκαλιά,
έβαλε στόχο την καρδιά και πυροβόλησε.
Μες στην αγκαλιά του όλα τα ‘δινα,
στ’ ουρανού τα χίλια σκαλοπάτια,
μου ‘ταζε Θεούς, φεγγάρια γυάλινα
μ’ έντυνε με χάρτινα παλάτια.
Ένας έρωτας φονιάς που με ράγισε,
στο βυθό της απονιάς με ναυάγησε,
βάζει στ’ όνειρο φωτιά, το πυρπόλησε
κι όπως με είχε αγκαλιά,
έβαλε στόχο την καρδιά και πυροβόλησε.
|
Έrota, tsingána pu se génnise
na chtipás kardiés sto pérasmá su,
étsi to kormí mu anasténakse
mes sta monopátia tis matiás su.
Έnas érotas foniás pu me rágise,
sto vithó tis aponiás me nafágise,
vázi st’ óniro fotiá, to pirpólise
ki ópos me iche agkaliá,
évale stócho tin kardiá ke pirovólise.
Mes stin agkaliá tu óla ta ‘dina,
st’ uranu ta chília skalopátia,
mu ‘taze Theus, fengária giálina
m’ éntine me chártina palátia.
Έnas érotas foniás pu me rágise,
sto vithó tis aponiás me nafágise,
vázi st’ óniro fotiá, to pirpólise
ki ópos me iche agkaliá,
évale stócho tin kardiá ke pirovólise.
|