Ρόδο της μοίρας, γύρευε να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλους ου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποκτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος, ένας απλός παλμός
Β’
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια
Ω μην ταράξεις πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’αλαφρό
ξεκίνημά της τ’ άγγιξες το δένδρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ’σουν εσύ που θα ‘φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού
Η νύχτα να ’ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
Την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
Να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
Και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Γ’
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
Τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη•
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
Το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμπει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’αστέρια.
Την ακοή μου ως να ’σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
Κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
Βλάστησε και φοβήθηκες του ίσκιους του βουνού
Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πως πάει και λιγοστεύει
μέσα στο ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πως η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς
Δ’
Δυο φίδια ωραία και αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύονται στη νύχτα των δέντρων
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύονται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους με λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
Μα ποιο να ξέρει αν πέθανε στον κόσμο η ψυχή
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
Ε’
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανέθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά
τριαντάφυλλα
Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας
μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσα Ο κόσμος είναι απλό.
|
Ródo tis miras, gireve na vris na mas pligósis
ma éskives san to mistikó pu pái na litrothi
ki ítan oreo to próstagma pu déchtikes na dósis
ki ítan to chamogélio su san étimo spathí.
Tu kíklus u to anévasma zontáneve ti chtísi
apó t’ agkáthi su éfevge tu drómu o stochasmós
i ormí mas glikocháraze gimní na s’ apoktísi
o kósmos ítan efkolos, énas aplós palmós
O’
Ta mistiká tis thálassas ksechniunte st’ akrogiália
i skotinágra tu vithu ksechniéte ston afró
lábune ksáfnu porfirá tis mnímis ta korállia
O min taráksis prósekse n’ akusis t’alafró
ksekínimá tis t’ ángikses to déndro me ta míla
to chéri aplóthi ki i klostí dichni ke se odigi
O skotinó anatríchiasma sti ríza ke sta fílla
na ’sun esí pu tha ‘fernes tin ksechasméni avgí!
Ston kábo tu apochorismu na ksananthízun krína
méres n’ anigunte órimes, i agkáles t’ uranu,
na féngun sto antilárisma ta mátia móno ekina
agní i psichí na gráfete san to tragudi avlu
I níchta na ’tan pu éklise ta mátia; Méni atháli,
san apó doksariu nevrá méni pnichtó vuitó,
mia stáchti ki énas ílingos sto mavro girogiáli
ki éna piknó fterugisma stin ikasía klistó.
Ródo tu anému, gnórizes ma anégnorus mas píres
Tin óra pu themélione giofíria o logismós
Na pléksune ta dáchtila ke na diavun dio mires
Ke na chithun sto chamiló ki anapaméno fos.
G’
O skotinó anatríchiasma sti ríza ke sta fílla!
Próvale anástima ágripno sto plíthos tis siopís
síkose to kefáli apó ta chéria ta kabíla
to thélimá su na geni ke na mu ksanapis
Ta lógia pu ángizan ke smígan to ema san agkáli•
ki as giri o póthos su vathís san ískios karidiás
ke na mas plimmirái me ton mallión su ti spatáli
apó to chnudi tu filiu sta fílla tis kardiás.
Chamílonan ta mátia su ki iches to chamogélio
pu anistorusan tapiná zográfi allotini.
Lismoniméno anágnosma s’ éna palió evangélio
To mílimá su anásene ki i análafri foní:
Ine to pérasma tu chrónu sigaló ki apókosmo
ki o pónos apalá mes stin psichí mu lábi
charázi i avgí ton uranó, t’óniro méni apóntisto
ki ine san na diavenun miroméni thámni.
Me tu matiu t’ aláfiasma, me tu kormiu to ródisma
ksipnun ke katevenun smári peristéria
me peripléki chamiló to kiklotó fterugisma
anthrópino ángigma ston kórfo mu t’astéria.
Tin akoí mu os na ’smikse kochíli vuízi o antídikos
makrinós ki aksediálitos tu kósmu o thrínos
ma ine stigmés ke svínunte ke vasilevi díklonos
o logismós tu póthu mu, mónos ekinos.
Les ki icha anastithi gimní se mia parméni thímisi
san írthes gnórimos ke ksénos, akrivé mu
na mu charísis gérnontas tin apéranti lítrosi
pu gireva apó ta gorgá sistra tu anému
To ragisméno iliógerma ligóstepse ki echáthi
Ki émiaze pláni na zitás ta dóra t’ uranu.
Chamílonan ta mátia su. Tu fengariu t’ agkáthi
Olástise ke fovíthikes tu ískius tu vunu
Mes ston kathréfti i agápi mas, pos pái ke ligostevi
mésa sto ípno ta ónira, skolió tis lismoniás
mésa sta váthi tu keru, pos i kardiá stenevi
ke chánete sto líknisma mias ksénis agkaliás
D’
Dio fídia orea ke alarginá, tu chorismu plokámia
sérnunte ke girevonte sti níchta ton déntron
gia mian agápi mistikí s’ anevreta tholámia
akimita girevonte den pínun ke den tron.
Me girus me ligismata ki i achórtagí tus gnómi
klóthi, plitheni, strívi, aplóni kríkus sto kormí
pu kivernun amíliti tu énastru thólu i nómi
ke tu anadevun tin pirí ki asígasti aformí
To dásos stéki rigiló tis níchtas antistíli
ki ine i sigí tási argiró ópu péftun i stigmés
antíchtipi ksechorisméni, olókliri, mia smíli
prosechtikí pu déchunte pelekités grammés
Avgázi ksáfnu to ágalma. Ma ta kormiá échun svísi
sti thálassa ston ánemo ston ílio sti vrochí
Έtsi genniunte i omorfiés pu mas charízi i físi
Ma pio na kséri an péthane ston kósmo i psichí
Sti fantasía tha girizan ta chorisména fídia
(To dásos lábi me puliá vlastus ke rodamus)
ménun akómi ta sgurá girématá tus, ídia
tu kíklu ta girísmata pu férnun tus kaimus.
E’
Pu píge i méra i díkopi pu iche ta pánta alláksi;
De tha vrethi énas potamós na ‘ne gia mas plotós;
De tha vrethi énas uranós ti dróso na staláksi
gia tin psichí pu nárkose ki anéthrepse o lotós;
Stin pétra tis ipomonís prosménume to tháma
pu anigi ta epuránia ki in’ óla voletá
prosménume ton ángelo san to panárcheo dráma
tin óra pu tu dilinu chánunte t’ anichtá
triantáfilla
Ródo áliko tu anému ke tis miras
móno sti mními apómines, énas varís rithmós
ródo tis níchtas pérases, trikímisma porfíras
trikímisma tis thálassa O kósmos ine apló.
|