Ο καβαλάρης τ’ άλογο το `χε μες στην καρδιά του.
Που να βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ’ τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο, με καιρούς να σε βρω ή να με βρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ’ αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που ‘μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ’ αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν’ ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί `ταν λαουτιέρηδες που θέλαν παρακάλια
ήτανε κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν’ ακούσω απ’ τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ’ όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.
|
O kavaláris t’ álogo to `che mes stin kardiá tu.
Pu na vri fílo pio kaló na léi ta mistiká tu.
To táize agriokrítharo, tetráfillo trifílli,
stolídia iche sti séla tu me laberó kochíli.
Ήtan lefkó, ítan kátaspro, ítan gorgó ke ksípnio,
kálpaze sta gimná vuná ke kséfevge ap’ ton ískio.
Ma éna paliomesímero, se mia sikiá apó káto,
astrítis stravogámise ke díni dagkosiá tu.
Den pérasan pénte leptá ma pérasan eónes
o kavaláris to thrini, chaidevi tus lagónes.
«Síntrofe pu ksanigese, pu chánese ke fevgis;
As dósume órko, me kerus na se vro í na me vris».
Skiftós girnái sto spíti tu, skiftós tin pórta anigi,
karfóni ta paráthira ke sto piotó to ríchni.
To álogo sto metaksí ta órnia to tilíksan
to skeletó ke tin urá monácha pu t’ afísan.
Pernuse ki énas mástoras pu ‘mathe stin Kremóna
na ftiáchni vióles ke violiá pu na kratáne chrónia.
Ide tin trícha tis urás áspri ke metaksénia,
tin píre ki éftiakse m’ aftí doksária éna ki éna.
Dio mínes ékane o nios n’ aniksi parathíri
tin Tríti tin protominiá vgeni sto panigiri.
Eki `tan lautiérides pu thélan parakália
ítane ki énas violitzís pu éperne kefália.
«Gia ke chará stu violitzí. Chríma polí tha dóso.
Thélo n’ akuso ap’ ta kalá, mípos ke ksalafróso».
Déka forés to pérase retsíni to doksári,
teriázi sto sagóni tu, t’ órgano me kamári,
ke san archízi doksariés, mia páno ke mia káto,
ton kósmo férni anápoda, ti gi mésa sto piáto.
Petái me chuftes ta leftá, o ántras ke chorevi
akugete chlimíntrisma ke to mialó tu fevgi.
|