Την Ισαβέλλα ο άνεμος
τη βάφτισε Ιζαμπώ
κι εγώ με τα μετάξια της
τα χέρια μου τρυπώ.
Σαρανταδυό μεταξωτά
φορέματα της ράβω
δίχως βελόνα και κλωστή
και πως να μεταλάβω.
Ζηλεύει ο χάρος το βλαττί
ζηλεύει το μετάξι
που να σε κρύψω αγάπη μου
φοβάμαι μη σ’ αρπάξει.
Την Ισαβέλλα ο άνεμος
τη βάφτισε Ιζαμπώ
κι εγώ απ’ τα βελούδα της
κοντεύω να καώ
|
Tin Isavélla o ánemos
ti váftise Izabó
ki egó me ta metáksia tis
ta chéria mu tripó.
Sarantadió metaksotá
forémata tis rávo
díchos velóna ke klostí
ke pos na metalávo.
Zilevi o cháros to vlattí
zilevi to metáksi
pu na se krípso agápi mu
fováme mi s’ arpáksi.
Tin Isavélla o ánemos
ti váftise Izabó
ki egó ap’ ta veluda tis
kontevo na kaó
|