Στο σύρμα του Καραμπουρνού
κοπάδι πεινασμένο
κι η πίκρα δάκρυ δειλινού
με λάσπη ζυμωμένο.
Μάνα, σε τούτο το χώμα,
κυνηγημένα πουλιά,
εδώ θα χτίσουμε φωλιά.
Θάρρος, μάνα, με μια δοξαριά
φύτεψε τα όνειρά μας μες στη λασπουριά,
στην Καλαμαριά, Καλαμαριά.
Γριά μας, κάνε μιαν ευχή,
δυο βούκες το ζυμάρι,
στο χιόνι λάσπη και βροχή
το τρύπιο μας κατσάρι.
Μάνα, σε τούτο το χώμα,
κυνηγημένα πουλιά,
εδώ θα χτίσουμε φωλιά.
Θάρρος, μάνα, με μια δοξαριά
φύτεψε τα όνειρά μας μες στη λασπουριά,
στην Καλαμαριά, Καλαμαριά.
Φωτιές πετάει ο γκασμάς
και στήνει μαχαλάδες,
μυρίζει πάλι ο καβουρμάς,
να ζήσετε, κυράδες.
Μάνα, σε τούτο το χώμα,
κυνηγημένα πουλιά,
εδώ θα χτίσουμε φωλιά.
Θάρρος, μάνα, με μια δοξαριά
φύτεψε τα όνειρά μας μες στη λασπουριά,
στην Καλαμαριά, Καλαμαριά.
|
Sto sírma tu Karaburnu
kopádi pinasméno
ki i píkra dákri dilinu
me láspi zimoméno.
Mána, se tuto to chóma,
kinigiména puliá,
edó tha chtísume foliá.
Thárros, mána, me mia doksariá
fítepse ta ónirá mas mes sti laspuriá,
stin Kalamariá, Kalamariá.
Griá mas, káne mian efchí,
dio vukes to zimári,
sto chióni láspi ke vrochí
to trípio mas katsári.
Mána, se tuto to chóma,
kinigiména puliá,
edó tha chtísume foliá.
Thárros, mána, me mia doksariá
fítepse ta ónirá mas mes sti laspuriá,
stin Kalamariá, Kalamariá.
Fotiés petái o gkasmás
ke stíni machaládes,
mirízi páli o kavurmás,
na zísete, kirádes.
Mána, se tuto to chóma,
kinigiména puliá,
edó tha chtísume foliá.
Thárros, mána, me mia doksariá
fítepse ta ónirá mas mes sti laspuriá,
stin Kalamariá, Kalamariá.
|