Τη νύχτα που περάσαμε μαζί
την καρατόμησε το φως μιας χαραμάδας
κεντώντας μ’ ακανόνιστο γαζί
σεντόνια που τα πότισε η χλωμάδα
Δε θα τολμήσω πια να κοιμηθώ
κοντά στο σχήμα που το σώμα σου αφήνει
φοβάμαι πως τρελός θα πλανηθώ
και θα νομίσω πως αόρατη έχεις μείνει
Λεπτές κλωστές ανάερος καπνός
απ’ το τσιγάρο που αναβοσβήνει στο τασάκι
το μήνυμα που άφησες και πως να τ’ ακυρώσει
της φυγής σου το σαράκι
Χαράματα κι ο χρόνος σταματά
καθώς αγγίζω το σημάδι που `χεις αφήσει
το βάθος των ονείρων σου κλεφτά
το βλέμμα μου γυρεύει ν’ ακουμπήσει
|
Ti níchta pu perásame mazí
tin karatómise to fos mias charamádas
kentóntas m’ akanónisto gazí
sentónia pu ta pótise i chlomáda
De tha tolmíso pia na kimithó
kontá sto schíma pu to sóma su afíni
fováme pos trelós tha planithó
ke tha nomíso pos aórati échis mini
Leptés klostés anáeros kapnós
ap’ to tsigáro pu anavosvíni sto tasáki
to mínima pu áfises ke pos na t’ akirósi
tis figís su to saráki
Charámata ki o chrónos stamatá
kathós angizo to simádi pu `chis afísi
to váthos ton oniron su kleftá
to vlémma mu girevi n’ akubísi
|