Κάποτε θα δεις πως όλα είν’ αλήθεια
σκληρή δουλειά σε περιμένει
γευόσουνα τα λόγια που
από το στόμα σου μοιάζανε παραμύθια
τώρα το τελευταίο παιχνίδι
μες στο δωμάτιό σου αόρατο ανασαίνει
Μονάχη στέκεσαι στο δρόμο
τον άνθρωπο κοιτάς με τρόμο
και ψάχνεις τον μπαμπά σου
πάνω του να βρεις
στην τύχη ψάχνεις προστασία
γαντζώνεσαι σαν ικεσία
παράσιτο στην δύναμη άλλων
ν’ αρπαχτείς
Πάλεψε τώρα να επιζήσεις
έξω απ’ το σπίτι ο άνεμος αγριεύει
κανείς δε σου ‘μαθε ποτέ
πως κάποια μέρα θα χρειαστεί και να μισήσεις
έτσι η αγάπη σου είναι φόβος
ζωή απ’ τους άλλους έμαθε να κλέβει
Οι μνήμες σου καπνοί στο δρόμο
μπερδεύεις κλέφτη από αστυνόμο
κι όμως πουλάς στην τύχη κάθε σου στιγμή
γυρνάει σβούρα το κορμί σου
μιλάς και χάνεις τη φωνή σου
και δεν υπάρχει πια κανείς για να σου πει
|
Kápote tha dis pos óla in’ alíthia
sklirí duliá se periméni
gevósuna ta lógia pu
apó to stóma su miázane paramíthia
tóra to telefteo pechnídi
mes sto domátió su aórato anaseni
Monáchi stékese sto drómo
ton ánthropo kitás me trómo
ke psáchnis ton babá su
páno tu na vris
stin tíchi psáchnis prostasía
gantzónese san ikesía
parásito stin dínami állon
n’ arpachtis
Pálepse tóra na epizísis
ékso ap’ to spíti o ánemos agrievi
kanis de su ‘mathe poté
pos kápia méra tha chriasti ke na misísis
étsi i agápi su ine fóvos
zoí ap’ tus állus émathe na klévi
I mnímes su kapni sto drómo
berdevis kléfti apó astinómo
ki ómos pulás stin tíchi káthe su stigmí
girnái svura to kormí su
milás ke chánis ti foní su
ke den ipárchi pia kanis gia na su pi
|