Κύκλωσα την ζωή σου με τέσσερις φωτιές
στους κρότους της καταστροφής να πνίγεσαι, να κλαις
Όργωσα τα καμένα μ’ αλάτι δυνατό
να μην φυτρώσει τίποτα για `σένα ζωντανό
Μονάχα το ένα χέρι μου, αυτό μου αντιστέκεται
το σπρώχνω εγώ στο έργο του, μα εντολές δε δέχεται
Μια φλέβα μου σταμάτησε, δε θέλει το κακό σου
θα κουβαλάει ακόμα αίμα δικό σου
Βοήθεια θα φωνάξεις μα δε θα σε λυπηθώ
στ’ απελπισμένα λόγια σου σαν βράχος θα σταθώ
κι ας είναι ν’ αναπνεύσουμε το κάρβουνο μαζί
όπου να πάω στάχτη κι αλμύρα να με βρει
|
Kíklosa tin zoí su me tésseris fotiés
stus krótus tis katastrofís na pnígese, na kles
Όrgosa ta kaména m’ aláti dinató
na min fitrósi típota gia `séna zontanó
Monácha to éna chéri mu, aftó mu antistékete
to spróchno egó sto érgo tu, ma entolés de déchete
Mia fléva mu stamátise, de théli to kakó su
tha kuvalái akóma ema dikó su
Ooíthia tha fonáksis ma de tha se lipithó
st’ apelpisména lógia su san vráchos tha stathó
ki as ine n’ anapnefsume to kárvuno mazí
ópu na páo stáchti ki almíra na me vri
|