Εκεί που μένουν οι νεκροί
στους τάφους και στα μνήματα
ένα θλιμμένο δειλινό
με φέρανε τα βήματα
Και είδα ένα δύστυχο γονιό
με σπαραγμό να κλαίει
και ένα παιδί στο πλάι του
με πόνο να του λέει
Πες μου πατέρα μου γιατί
όλοι ορφανό με λένε
και γιατί σ’ αυτό το μνήμα
κάθε μέρα θες να κλαίμε
Σ’ αυτό το μνήμα το βαθύ
σε τούτον δω τον τάφο
βρίσκεται η μανούλα σου
στην πλάκα από κάτω
Τότε πατέρα μου γιατί
δεν ανοίγουμε τον τάφο
τη μανούλα να ξυπνήσω
και να την σφιχταγκαλιάσω
Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί
καημένο μου παιδάκι
γι’ αυτό θα ζήσεις ορφανό
κι εγώ χωρίς αγάπη
|
Eki pu ménun i nekri
stus táfus ke sta mnímata
éna thlimméno dilinó
me férane ta vímata
Ke ida éna dísticho gonió
me sparagmó na klei
ke éna pedí sto plái tu
me póno na tu léi
Pes mu patéra mu giatí
óli orfanó me léne
ke giatí s’ aftó to mníma
káthe méra thes na kleme
S’ aftó to mníma to vathí
se tuton do ton táfo
vrískete i manula su
stin pláka apó káto
Tóte patéra mu giatí
den anigume ton táfo
ti manula na ksipníso
ke na tin sfichtagkaliáso
Den zontanevun i nekri
kaiméno mu pedáki
gi’ aftó tha zísis orfanó
ki egó chorís agápi
|