Στους δρόμους βγαίνω πάλι,
να πιω για να μεθύσω, να τα σπάσω,
μες στου πιοτού τη ζάλη,
αυτά που μου `χει κάνει να ξεχάσω.
Κάθε νύχτα με σκοτώνεις,
τον εγωισμό μου λιώνεις,
πως ν’ αντέξω κι άλλο πόνο,
από σένα δε γλιτώνω.
Ο πόνος με τελειώνει
γιατί την προδοσία δεν αντέχω,
μια χούφτα ήσουν σκόνη
γι’ αυτό μονάχος μες στους δρόμους τρέχω.
Κάθε νύχτα με σκοτώνεις,
τον εγωισμό μου λιώνεις,
πως ν’ αντέξω κι άλλο πόνο,
από σένα δε γλιτώνω.
|
Stus drómus vgeno páli,
na pio gia na methíso, na ta spáso,
mes stu piotu ti záli,
aftá pu mu `chi káni na ksecháso.
Káthe níchta me skotónis,
ton egismó mu liónis,
pos n’ antékso ki állo póno,
apó séna de glitóno.
O pónos me telióni
giatí tin prodosía den antécho,
mia chufta ísun skóni
gi’ aftó monáchos mes stus drómus trécho.
Káthe níchta me skotónis,
ton egismó mu liónis,
pos n’ antékso ki állo póno,
apó séna de glitóno.
|