Τα φώτα σβήνουν, πέφτει η αυλαία
και ξάφνου εσύ, μικρή και ωραία
είσαι μονάχη, ψάχνεις για κάτι
γυρνάς και κοιτάς και γελάς
Και έχει ο ουρανός στο χρώμα
κάτι απ’ τη δική σου εικόνα
όποτε σε παίρνει η αυγή
Κάθε νύχτα σαν σκιά
να σέρνεσαι κοντά και μακριά μου
φεύγεις δακρυσμένη το πρωί
Θα περιμένω κι αυτό το βράδυ
για μια ματιά, για ένα σου χάδι
πως θα περάσει και τούτη η μέρα
να κλείσω τα μάτια να `ρθεις
Και έχει ο ουρανός στο χρώμα
κάτι απ’ τη δική σου εικόνα
όποτε σε παίρνει η αυγή
Κάθε νύχτα σαν σκιά
να σέρνεσαι κοντά και μακριά μου
φεύγεις δακρυσμένη το πρωί
Πως μπορεί μια ψεύτικη εικόνα
για πόσο ακόμα θα ζεις μέσα εκεί
φύγε και μη με στοιχειώνεις πια
|
Ta fóta svínun, péfti i avlea
ke ksáfnu esí, mikrí ke orea
ise monáchi, psáchnis gia káti
girnás ke kitás ke gelás
Ke échi o uranós sto chróma
káti ap’ ti dikí su ikóna
ópote se perni i avgí
Káthe níchta san skiá
na sérnese kontá ke makriá mu
fevgis dakrisméni to pri
Tha periméno ki aftó to vrádi
gia mia matiá, gia éna su chádi
pos tha perási ke tuti i méra
na kliso ta mátia na `rthis
Ke échi o uranós sto chróma
káti ap’ ti dikí su ikóna
ópote se perni i avgí
Káthe níchta san skiá
na sérnese kontá ke makriá mu
fevgis dakrisméni to pri
Pos bori mia pseftiki ikóna
gia póso akóma tha zis mésa eki
fíge ke mi me stichiónis pia
|