Απόψε είπα πως θα κοιμηθώ νωρίς,
το είχα τάξει, βλέπεις, και στον εαυτό μου.
Τι με περίμενε που να το φανταστώ,
να ακούσω τη φωνή του στο τηλέφωνο.
Και κοίτα, κοίτα που θα ξενυχτήσω πάλι,
μ’ αυτά τα λόγια που μου λέει με τρελαίνει.
Και κοίτα, κοίτα που θα ξενυχτήσω πάλι,
τη φωνή του ακούω και με πεθαίνει.
Απόψε είπα πως θα κοιμηθώ νωρίς,
αυτό το βράδυ είχα πει είναι δικό μου,
μα φαίνεται πως ήταν λόγια της στιγμής
και η αιτία είναι το τηλέφωνο.
Και κοίτα, κοίτα που θα ξενυχτήσω πάλι,
μ’ αυτά τα λόγια που μου λέει με τρελαίνει.
Και κοίτα, κοίτα που θα ξενυχτήσω πάλι,
τη φωνή του ακούω και με πεθαίνει.
Και κοίτα, κοίτα που θα ξενυχτήσω πάλι,
μ’ αυτά τα λόγια που μου λέει με τρελαίνει.
Και κοίτα, κοίτα που θα ξενυχτήσω πάλι,
τη φωνή του ακούω και με πεθαίνει.
|
Apópse ipa pos tha kimithó norís,
to icha táksi, vlépis, ke ston eaftó mu.
Ti me perímene pu na to fantastó,
na akuso ti foní tu sto tiléfono.
Ke kita, kita pu tha ksenichtíso páli,
m’ aftá ta lógia pu mu léi me treleni.
Ke kita, kita pu tha ksenichtíso páli,
ti foní tu akuo ke me petheni.
Apópse ipa pos tha kimithó norís,
aftó to vrádi icha pi ine dikó mu,
ma fenete pos ítan lógia tis stigmís
ke i etía ine to tiléfono.
Ke kita, kita pu tha ksenichtíso páli,
m’ aftá ta lógia pu mu léi me treleni.
Ke kita, kita pu tha ksenichtíso páli,
ti foní tu akuo ke me petheni.
Ke kita, kita pu tha ksenichtíso páli,
m’ aftá ta lógia pu mu léi me treleni.
Ke kita, kita pu tha ksenichtíso páli,
ti foní tu akuo ke me petheni.
|