Τα κάρα απ’ τον Ασπρόπυργο κινούσαν στη σειρά
γεμάτα καλυβιώτικα τελάρα.
Η Χαμοστέρνα κόλαση, τα χάνια όμως, να!
Και πάλευε το σύθαμπο η αντάρα.
Αχτίνες τώρα πέφτανε στο Γκάζι από σανό
κι η Κουμουνδούρου γυάλιζε στην πάχνη.
Κι εσύ, ψυχή, σκαρφάλωνες γοργή στον ουρανό
ξοπίσω από της μέρας την αράχνη.
«Καντάρια!», ένας φώναζε, «στραγάλια!», «τσικουδιά!»,
και του Τριβέλα βούιζε η πόστα.
Κι εκεί στη μάντρα την ψηλή χαζεύαν τα παιδιά,
έξω απ’ τις φυλακές του Χατζηκώστα.
Στα «Τρία Κάππα» άστραφταν κανάτες της οκάς
και στου Μελέτη κέρναγε ο πατέρας.
Οι ρόδες ξαναστρίγγλιζαν και ο Σκαραμαγκάς
κατάπινε τον κάματο της μέρας.
|
Ta kára ap’ ton Asprópirgo kinusan sti sirá
gemáta kaliviótika telára.
I Chamostérna kólasi, ta chánia ómos, na!
Ke páleve to síthabo i antára.
Achtínes tóra péftane sto Gkázi apó sanó
ki i Kumunduru giálize stin páchni.
Ki esí, psichí, skarfálones gorgí ston uranó
ksopíso apó tis méras tin aráchni.
«Kantária!», énas fónaze, «stragália!», «tsikudiá!»,
ke tu Trivéla vuize i pósta.
Ki eki sti mántra tin psilí chazevan ta pediá,
ékso ap’ tis filakés tu Chatzikósta.
Sta «Tría Káppa» ástraftan kanátes tis okás
ke stu Meléti kérnage o patéras.
I ródes ksanastrínglizan ke o Skaramagkás
katápine ton kámato tis méras.
|