Όχι δεν έφευγες, ερχόσουν
Και το παιδάκι που ‘χα κρύψει
Τριάντα χρόνια μες τη θλίψη
Το σκοτωμένο, το λυπόσουν
Κι έβλεπα φύλλα στον αέρα
Κι ο δρόμος μύριζε μαστίχα
Και δεν σε γύρευα, σε είχα
Στην πόλη αυτή που κάθε μέρα
Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε.
Και τώρα νυχτώνει
Βροχές δολοφόνοι
Αρρώστησε ο κήπος
Μετάνιωσες μήπως;
Όχι είσ’ εδώ κι εδώ θα είσαι
Πράσινα, κόκκινα τα τρένα
Αυτά που σ’ έφερναν σε μένα
Σφύριζαν “μη πεθάνεις, ζήσε”
Κι έφεγγαν όλα πέρα ως πέρα
Κι έπαιζε γιορτινά η μπάντα
Λες κι ήσουν δίπλα μου από πάντα
Στην πόλη αυτή που κάθε μέρα
Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε.
Και τώρα νυχτώνει
Βροχές δολοφόνοι
Αρρώστησε ο κήπος
Με ξέχασες μήπως;
Όχι δεν ξέχασες, θυμάσαι
Παίζαν και μ’ έχαναν οι μοίρες
Κι ήρθες μακριά τους και με πήρες
Κι είσαι παντού και πάντα θα ‘σαι
Μες στο βιολί και τη φλογέρα
Μες στα παιδιά που παίζουν έξω
Πες τ’ όνομά μου και θα τρέξω
Στην πόλη αυτή που κάθε μέρα
Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε
|
Όchi den éfevges, erchósun
Ke to pedáki pu ‘cha krípsi
Triánta chrónia mes ti thlípsi
To skotoméno, to lipósun
Ki évlepa fílla ston aéra
Ki o drómos mírize mastícha
Ke den se gireva, se icha
Stin póli aftí pu káthe méra
M’ agapuses ki ánthize.
Ke tóra nichtóni
Orochés dolofóni
Arróstise o kípos
Metánioses mípos;
Όchi is’ edó ki edó tha ise
Prásina, kókkina ta tréna
Aftá pu s’ éfernan se ména
Sfírizan “mi pethánis, zíse”
Ki éfengan óla péra os péra
Ki épeze giortiná i bánta
Les ki ísun dípla mu apó pánta
Stin póli aftí pu káthe méra
M’ agapuses ki ánthize.
Ke tóra nichtóni
Orochés dolofóni
Arróstise o kípos
Me kséchases mípos;
Όchi den kséchases, thimáse
Pezan ke m’ échanan i mires
Ki írthes makriá tus ke me píres
Ki ise pantu ke pánta tha ‘se
Mes sto violí ke ti flogéra
Mes sta pediá pu pezun ékso
Pes t’ ónomá mu ke tha trékso
Stin póli aftí pu káthe méra
M’ agapuses ki ánthize
|