Μαγδαληνή σε φώναζαν, γιατί πουλούσες μύρο,
μα εγώ στον κόρφο σ’ έψαξα και βρήκα δάκρυα.
Απ’ τη δουλειά σε σχόλασαν, γιατί έφαγες το μήλο,
το Σάββατο γονάτισες, στης γης μιαν άκρια.
Κι ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές, που φύλαγες στο στρώμα,
τη νύχτα που μου παίξανε στα ζάρια το κορμί.
Ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές, μα εσύ κοιμάσαι ακόμα,
με το χεράκι ξέσκεπο να φαίνεται η πληγή.
Σου σβήναν νύχτα το κερί,
και σου ‘σπαγαν το τζάμι,
μα εγώ φουστάνι σου ‘φερα την Κυριακή κρυφά.
Το σπίτι βγήκε στο σφυρί,
στην αγορά το χράμι,
αγάπη μου, στεφάνι μου, μ’ αγκάθια πορφυρά.
|
Magdaliní se fónazan, giatí puluses míro,
ma egó ston kórfo s’ épsaksa ke vríka dákria.
Ap’ ti duliá se schólasan, giatí éfages to mílo,
to Sávvato gonátises, stis gis mian ákria.
Ki írtha n’ akuso tis fonés, pu fílages sto stróma,
ti níchta pu mu peksane sta zária to kormí.
Ήrtha n’ akuso tis fonés, ma esí kimáse akóma,
me to cheráki kséskepo na fenete i pligí.
Su svínan níchta to kerí,
ke su ‘spagan to tzámi,
ma egó fustáni su ‘fera tin Kiriakí krifá.
To spíti vgíke sto sfirí,
stin agorá to chrámi,
agápi mu, stefáni mu, m’ agkáthia porfirá.
|