Θα βάψω τις πατούσες μου
στα κόκκινα με χέννα
σαν πυρκαγιά να καίγομαι
σαν έρχομαι σε σένα.
Θα βρω της Τύρου τις βαφές
την πορφυρή τη σκόνη,
θα πάρω χρώμα άλικο
απ’ του Χριστού τη ζώνη.
Ρούχο, ρούχο, αχ κόκκινό μου ρούχο
κρύψε, κρύψε τις πληγές τις χίλιες που ‘χω.
Θα στρώσω το κρεβάτι μου
με τρυφερό ροδάμι
για να κυλάει το δάκρυ μου
σαν κόκκινο ποτάμι.
Θα βάλω ρούχο πορφυρό
κι ούτε που θα το νιώσεις
το αίμα το αρχοντικό
όταν θα με πληγώσεις.
Ρούχο, ρούχο, αχ κόκκινό μου ρούχο
κρύψε, κρύψε τις πληγές τις χίλιες που ‘χω.
|
Tha vápso tis patuses mu
sta kókkina me chénna
san pirkagiá na kegome
san érchome se séna.
Tha vro tis Tíru tis vafés
tin porfirí ti skóni,
tha páro chróma áliko
ap’ tu Christu ti zóni.
Rucho, rucho, ach kókkinó mu rucho
krípse, krípse tis pligés tis chílies pu ‘cho.
Tha stróso to kreváti mu
me triferó rodámi
gia na kilái to dákri mu
san kókkino potámi.
Tha válo rucho porfiró
ki ute pu tha to niósis
to ema to archontikó
ótan tha me pligósis.
Rucho, rucho, ach kókkinó mu rucho
krípse, krípse tis pligés tis chílies pu ‘cho.
|