Μες στης ψυχής μου τα βραδάκια
έβγαλα έξω τα τραπεζάκια
και πιάσαμε κουβέντα οι δυο μας,
πού μας πηγαίνει η ζωή.
Στη μέση βάλαμε τα πιάτα
με τους μεζέδες και τα στραπάτσα,
τσουγκρίσαμε και τα ποτήρια,
πόσα περάσαμε μαζί.
Και νοσταλγήσαμε
αυτά που αγαπήσαμε,
τον πασατέμπο το ζεστό,
τους δίσκους του Ζαμπέτα.
Και τα προβλήματα
τα ρίξαμε στα κύματα,
μας πήραν τα αισθήματα
με δυο ουζάκια σκέτα.
Μετά θυμήθηκα πορείες,
διαδηλώσεις στις γαλαρίες
και τα συνθήματα γραμμένα
στον τοίχο με λαδομπογιά.
Ύστερα ήρθε η αγάπη,
όλα τα είδα με άλλο μάτι.
Γίναμε πιο αισθηματίες
γιατί πονούσε η καρδιά.
Και νοσταλγήσαμε
αυτά που αγαπήσαμε,
τον πασατέμπο το ζεστό,
τους δίσκους του Ζαμπέτα.
Και τα προβλήματα
τα ρίξαμε στα κύματα,
μας πήραν τα αισθήματα
με δυο ουζάκια σκέτα.
|
Mes stis psichís mu ta vradákia
évgala ékso ta trapezákia
ke piásame kuvénta i dio mas,
pu mas pigeni i zoí.
Sti mési válame ta piáta
me tus mezédes ke ta strapátsa,
tsugkrísame ke ta potíria,
pósa perásame mazí.
Ke nostalgísame
aftá pu agapísame,
ton pasatébo to zestó,
tus dískus tu Zabéta.
Ke ta provlímata
ta ríksame sta kímata,
mas píran ta esthímata
me dio uzákia skéta.
Metá thimíthika pories,
diadilósis stis galaríes
ke ta sinthímata gramména
ston ticho me ladobogiá.
Ύstera írthe i agápi,
óla ta ida me állo máti.
Giname pio esthimatíes
giatí ponuse i kardiá.
Ke nostalgísame
aftá pu agapísame,
ton pasatébo to zestó,
tus dískus tu Zabéta.
Ke ta provlímata
ta ríksame sta kímata,
mas píran ta esthímata
me dio uzákia skéta.
|